- ταγκίζω
- βλ. ταγκιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταγκίζω — Ν βλ. τογγίζω … Dictionary of Greek
ταγγίζω — ΝΜΑ, και ταγκίζω, και τσαγγίζω και τσαγκίζω Ν [ταγγή] είμαι ή γίνομαι ταγγός … Dictionary of Greek
ταγκιάζω — αμτβ., και ταγκίζω και τσαγκιάζω και τσαγκίζω τάγκιασα, ταγκιασμένος, αλλοιώνομαι, χαλάω, παίρνω δυσάρεστη γεύση και οσμή (για λιπαρές και ελαιώδεις ουσίες): Το βούτυρο τάγκιασε και δεν τρώγεται πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)